δημωφελής, -ές
• Morfología: [ac. sg. no contr. δημωφελέα Democr.B 282]
I
ἡγεμώνPlu.Sull.30, cf. Hsch.
2 de cosas y abstr. de utilidad pública, de interés general
χρημάτων χρῆσις ξὺν νόῳ μὲν χρήσιμον εἰς τὸ ἐλευθέριον εἶναι καὶ δημωφελέαDemocr.B 282,
οἱ λόγοιPl.Phdr.227d,
δημωφελέστερα γενέσθαι πολιτεύματαPlu.2.784d,
τὸ σύγγραμμαStr.1.1.22,
ἔστι δέ τι καὶ δημωφελὲς ὑπ' αὐτοῦ πραχθένD.C.72.7.4
•subst. τὸ δ. el bien común Hdn.2.3.8, sup.
ἐπὶ συγχύσει τοῦ κρατίστου καὶ δημωφελεστάτουPh.2.177
•neutr. plu. sup. como adv. δημωφελέστατα de forma que se obtuviese la mayor utilidad pública
φρονιμώτατα καὶ δημωφελέστατα αὐτοὺς διέθηκενD.C.56.37.2.
II adv. -ῶς de manera provechosa para el pueblo en inscr. honoríf.
ζήσαντα καλῶς καὶ δ.IPE 12.39.36 (Olbia II d.C.), cf. SEG 35.1407 (Pisidia II/III d.C.),
στρατηγήσαντα τῆς πόλεως δ.Laodicée p.265.4 (I d.C.),
πρυτα]νεύσαντα δ.JRCil.152 (Jotapa), cf. CIG 4415b.4 (Jotapa), MAMA 7.11.6 (Laodicea Combusta).