δημοχαρής, -ές
1 de pers. grato al pueblo
διὰ τίνας αἰτίας δημο[χ]α[ρῆ] ὄντ' αὐτὸν πάτ[ριο]ν ἂν ἠ[γό]ρε[υ]εν Ἐπίκουρος;Phld.Epicur.Tract.16.2,
καὶ δημοχαρεῖς καὶ περιωνύμους ἀποδείκνυσινPaul.Al.67.3
•de anim. que gusta a la gente
ἵπποιICil.49B.6 (III/IV d.C.).
2 que busca el favor del pueblo
ἄνθρωποιEphr.Syr.3.450D,
ὁ δὲ τῆς κενοδοξίας πλάνος δ.Nil.M.79.1121C.