< δημοφάλιον·
Δημοφάνης >
δημοφᾰνής
,
-ές
• Alolema(s):
dór.
δαμ-
Hsch.
1
público
ἑορτή
Ph.2.169.
2
evidente
,
notorio
πρᾶγμα
Trag.Adesp
.340a.
3
subst. ὁ δ.
manto
Hsch.l.c.