δημοσίωσις, -εως, ἡ
1 registro público y legalización de contratos privados del tipo χειρόγραφον mediante el envío de dos copias a la oficina del ἀρχιδικαστής de Alejandría
χειρογράφουPSI 1328.14 (III d.C.),
τῆς τετελειωμένης δημοσιώσεως ἀντίγραφον ὑπόκειταιPOxy.1200.7 (III d.C.), cf. BGU 578.4 (II d.C.), PMich.614.4 (III d.C.),
διὰ τὸ ἐντεῦθεν εὐδοκεῖν με τῇ ἐσομένῃ δημοσιώσειPOxy.3498.38, cf. POxy.1475.33, PYoutie 67.46 (todos III d.C.), CPR 17A.17a.11 (IV d.C.),
τὴν γενομένην αὐτῆς (τῆς συγγραφῆς) διὰ τοῦ καταλογείου δημοσίωσινPOxy.906.9 (II/III d.C.)
•p. ext. ref. al documento legalizado mediante este procedimiento
τῷ γὰρ ἀναδιδοῦντί σοι τὸ ἐπιστόλιον ἔδωκα δημοσιώσεις δύο καὶ τούτων τὰς ἐπιστολάςPOxy.2726.14 (II d.C.), cf. PYoutie 73.14 (III d.C.).
2 quizá actividad pública
σημαίνει ... κρίσιν, δημοσίωσιν, πρᾶξινVett.Val.1.7.