δημοσιόω
• Alolema(s): el. δαμ- Schwyzer 424 (Olimpia IV a.C.)
• Morfología: [pres. opt. 3a sg. δαμοσιοία Schwyzer 424.4 (Olimpia IV a.C.), inf. δαμοσιῶμεν Schwyzer 424.3 (Olimpia IV a.C.)]


I 1confiscar, incautarse de bienes particulares τὴν γῆν Th.3.68, τὰ χρήματα Schwyzer ll.cc., τὰς οὐσίας I.Vit.370, τῶν ἱερῶν ... τὰς οὐσίας Procop.Arc.11.20, τὸν τόπον ... ἐδημοσίωσε καὶ τῷ Ἀπόλλωνι ἱέρωσεν D.C.49.15.5, en v. pas. δημοσιωθέντα (κτήματα) D.H.8.74, αἱ πλεῖσται ... οὐσίαι ἐδημοσιοῦντο D.C.58.16.1.

2 en v. med.-pas. hacerse público, prostituirse κοιναὶ καὶ δεδημοσιωμέναι γυναῖκες Plu.2.519e.

II 1dar a conocer públicamente, hacer de dominio público, publicar por escrito τὰ βιβλία I.Vit.363, αὐτὸς διὰ τῆς ποιήσεως ἐδημοσίωσεν αὐτά (saberes filosóficos), D.L.8.55, en v. pas., de argumentos o saberes, Pl.Sph.232d, de deliberaciones secretas τὸ γὰρ ἀπόρρητον ... δεδημοσιωμένον Plu.2.507e, ταύτης μου τῆς ἐπιστο[λῆς] ἀ(ντίγραφα) ... δημοσιωθῆναι εὐδήλοις γράμμασιν ... ὡς μηδένα ἀγνοῆσαι τὰ διηγορευμένα POxy.2705.10 (III d.C.).

2 admin. hacer público, dar carácter oficial, oficializar un documento privado mediante su tramitación a través de alguna instancia oficial κύρια τὰ γράμματα τρισσὰ γραφέντα ἅπερ ... δημοσιώσεις διὰ τοῦ καταλογείου PYoutie 67.43 (III d.C.), ἐδημοσίωσα τὸ δη[λού]μενον χειρόγραφον PSI 1328.52 (III d.C.)
en v. pas. ἐδημοσιώθη διὰ τοῦ ἀρχιδικαστοῦ τὸ γράμμα POxy.2563.39 (II d.C.), κατὰ χειρόγραφον δεδημοσιωμένον BGU 50.5 (II d.C.), cf. PMich.614.35 (III d.C.), (ὠνῆς) δημοσιωθείσης ὑπ' ἐμοῦ ... διὰ τοῦ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ καταλογείου PYoutie 73.10 (III d.C.).