δημεραστής, -οῦ, ὁ
• Grafía: acent. δημεράστ- D.C.47.38.3
enamorado del pueblo, amigo del pueblo irón., de Alcibíades
φοβοῦμαι μὴ δ. ἡμῖν γενόμενος διαφθαρῇςPl.Alc.1.132a,
δημεράσται ... ἀκριβῶς ὄντεςD.C.l.c., cf. Poll.3.65, 9.10
•peyor.
δημολόγος τε καὶ δ.Them.Or.26.315a, de los sofistas
δημερασταὶ καὶ δημοκόλακες op. πολιτικοίMich.in EN 616.13.