δεῖμα, -ματος, τό
1 temor, espanto
a) gener.
δ. φέρων ΔαναοῖσιIl.5.682, cf. Nonn.D.2.418, 44.44,
δείματι ἔρειπενSimon.38.4,
δ. ... παροιχομένωνPi.I.8.12,
κλέπτων δὲ θυμῷ δ.Pi.P.4.97, cf. 5.58, Fr.52u.17, Hp.Epid.7.3, Pl.R.386b,
φρένα δείματι πάλλωνS.OT 153,
ἔκ τοι δείματος δυσγνωσίαν εἶχον προσώπουhe tenido dificultad en reconocer tu rostro a causa del miedo E.El.767,
οὐλομένῳ ὑπὸ δείματιA.R.4.1011,
δ. καὶ τάρβοςPlu.2.165d,
πανικῷ δείματι κυκλωθέντεςI.BI 5.93,
οἱ ναῦται δείματι κατεσχέθησανCharito 3.2.14,
δ. δ' ἐνὶ φρεσὶ θῆκε θεάOrph.A.774,
δείματι ... λύτο γούναταNonn.D.40.76,
πάντων γὰρ ὑπέκλασε δ. ἀλεγεινὸν ἠνορέηνQ.S.4.483, en giro prep.
ἐς δ. πεσόνταasustándose Hdt.8.118,
ἐν δείματι ... κατεστεῶτεςHdt.8.36,
εἰς ἄφραστόν τι δ. τοὺς ἐνοικοῦντας ἐμβαλόντεςlanzando a los habitantes a un miedo indescriptible Hld.4.17.5,
op. θάρσοςAen.Tact.16.3;
b) c. gen. obj.
Κλεομένεα ... δ. ἔλαβε ΣπαρτιητέωνHdt.6.74,
δ. ξυμφορῆςtemor a una desgracia Democr.B 215,
†ἀνάκτων† ... δεῖμ' ἐξαίσιονel temor a los reyes es fuerte A.Supp.514,
ἘρινύωνE.IT 931,
ἈίδαοA.R.3.810,
ἐπεκεκώλυντο δείμασι κακῶνI.AI 18.227,
τῷ Ἀγησιλάου δείματιPaus.3.10.1, c. giro prep.
τὸ δ. τὸ ἐκ τῆς Θίσβηςel miedo causado por Tisbe Hld.5.2.5, tb. en plu.
ὅπως ... ἀνάσχω δειμάτων ἃ νῦν ἔχωS.El.636,
ἀφελεῖν τὰ δείματαAr.Ra.688,
φόβοι καὶ δείματαTh.7.80, Plu.2.168a,
ἐ]πιδέχ[ο]ντα<ι> δείματαPhld.D.1.22.8,
δείματα ... ἀπελαύνειν ψυχῆςexpulsar miedos del alma LXX Sap.17.8,
ἐλπίδες ... καὶ δείματα καὶ ἄγνοιαι καὶ ἡδοναίLuc.Cont.15.
2 objeto de espanto, horror, terror
οὐρανὸς ... χάλκεος, ἀνθρώπων δ. χαμαιγενέωνThgn.870,
ὦ πῦρ σὺ καὶ πᾶν δ.S.Ph.927,
ἐκ δείματός του νυκτέρουS.El.410,
τἄλλα ... δείματοςD.Chr.11.30
•c. dat. de pers.
ὅπως εἴη τι δ. τοῖς κακοῖσιpara que hubiese algo que atemorizase a los malvados Critias Fr.Trag.19.14, cf. E.Hec.92,
ἀντ[ι]πάλοις δ.GVI 670.6 (Misia II/III d.C.), ref. a un león
ἀνδράσι δ. θαρσαλέοιςAP 6.220 (Diosc.)
•tb. en plu.
πήματα λύματα δείματαA.Pr.691,
ἔκ τ' ὀνειράτων καὶ νυκτιπλάγκτων δειμάτωνA.Ch.524,
πολλὰ μὲν γᾶ τρέφει δεινὰ δειμάτων ἄχηA.Ch.586,
δείματα ὁρᾷve visiones espantosas Hp.Morb.2.72,
δαιμονῶντας ἀπαλλάτουσι τῶν δειμάτωνLuc.Philops.16, cf. Alex.47, Peregr.23, ref. a los suplicios del Hades AP 8.104 (Gr.Naz.)
•c. gen. subjet.
δείματα θηρῶνfieras que causan espanto E.HF 700,
ἄλυξεν ὑπέρβια δείματα πατρόςhuyó de las terribles amenazas de su padre A.R.4.735.
• Etimología: Deriv. en *-mn̥ de la r. que da lugar a δειλός, δείδω, qq.u., e.e. *du̯e-Hi̯3-.