< Δειρή
δειριᾶν· >
δείρης
,
-ητος, ὁ
• Alolema(s):
†δίρηγες
Hsch.;
διρῆγες
Sud.;
δίγηρες
Hsch.
orn., el.
gorrión
Nic.
Fr
.123S., Hsch., Sud.