< Δεινοσθένης
Δεινόστρατος >
δείνοσμος
,
-ου, ὁ
bot., otro n. de la κόνυζα πλατύφυλλος
olivarda
,
altabaca
,
Dittrichia viscosa
(L.) W.Greuter
, Ps.Dsc.3.121.