< δευτερωτής
δεύω >
δευτήρ
,
-ῆρος, ὁ
cierto
recipiente de tahona y cocina
δ., κοινὸν ἀρτοποιῷ καὶ μαγείρῳ σκεῦος
Demioprata en Poll.10.105, cf. δεύω.