< δευτερότοκος
δευτεροτριτόω >
δευτερότριτος
,
-ον
gram.
segundo en una serie de tres
del demostrativo
αὐτός frente a οὗτος (πρωτότριτος) y a ἐκεῖνος (τριτότριτος)
An.Bachm
.2.71.24.