δευτερόγαμος, -ον
que ha contraído segundas nupcias
δευτερόγαμον δὲ οὐκ ἔξεστι δέχεσθαι ἐν αὐτῇ (ἐκκλησίᾳ) εἰς ἱερωσύνηνEpiph.Const.Exp.Fid.21, cf. Ath.Scholast.Coll.1.1, Iust.Nou.137.1.
δευτερόγαμον δὲ οὐκ ἔξεστι δέχεσθαι ἐν αὐτῇ (ἐκκλησίᾳ) εἰς ἱερωσύνηνEpiph.Const.Exp.Fid.21, cf. Ath.Scholast.Coll.1.1, Iust.Nou.137.1.