< δευτεριάζω
δευτερίναρ >
δευτερίας
,
-ου, ὁ
(
sc
. οἶνος)
aguapié
vino de clase inferior hecho de orujo y agua, Dsc.5.6.15, Poll.1.248, 6.17, Hsch., Phot.
δ
225.