δευσοποιέω
teñir, colorear
τὰς παρειάςAlciphr.2.8.3
•fig. impregnar
τὴν οὐσίανDam.in Prm.427,
δόγματα δευσοποιήσαντα ... τὴν ψυχήνOrigenes Cels.1.52
•en v. pas.
ὡσπερεὶ δευσοποιηθέντες ἀπὸ τῆς κακίαςcomo embebidos por el vicio Origenes Cels.3.65.