δεσμίς, -ίδος, ἡ
1 manojo, puñado
μίνθης δ. σμικρήHp.Mul.1.78 (p. 184),
τῶν πράσων ὅσον δεσμίδα τρίψας ἐν οἴνῳHp.Net.Mul.90,
(δικτάμνου)Thphr.HP 9.16.2.
2 venda o banda para el pecho
σφίγγε τὸ στῆθος δεσμίδιGal.14.449, cf. Paul.Aeg.3.35.3.