δενδρώδης, -ες
1 arboriforme de plantas
(φυτὰ) τὰ μὴ ἐπέτεια ἀλλὰ δενδρώδηArist.Long.467b1, de un tipo de titímalo, Dsc.4.164,
κλάδοςLyc.830
•fig. de pers.
ἐπὶ τὸ εὐσεβεῖν παρακαλέσας (ἀνθρώπους) πετρώδεις ὄντας καὶ δενδρώδειςde Orfeo, Heraclit.Par.23.
2 arbóreo
ΝύμφαιAP 7.196 (Mel.),
Δάφνη ... δενδρώδεα ῥῆξον ἰωήνDafne ... lanza un grito arbóreo Nonn.D.15.300.
3 boscoso, cubierto de árboles
ὄρεαHp.Aër.13, cf. Orph.A.465; cf. δενδροειδής.