δενδροτομέω
1 cortar árboles, arbustos, plantas, talar y p. ext. c. compl. de lugar asolar
τὰ ἥμερα τῶν πολεμίων φυτάLXX 4Ma.2.14,
τὴν ὕληνI.BI 7.211,
τάς τε χώρας τῶν ἀντιπολεμούντωνD.S.2.36, cf. 14.48, Ph.2.473, Polyaen.2.1.21,
τὸν ... βασιλικὸν παράδεισονD.S.16.41,
τὰς μὲν (προσευχάς)en Alejandría, Ph.2.565, en v. pas.
δενδροτομουμένη γῆHeraclit.Ep.7 (p.72.10)
•abs. cortar árboles, talar bosques Th.1.108, Lib.Ep.1301.3,
πρὸς τὴν καῦσινStr.14.6.5,
οἱ ἐν τῇ ὀρεινῇ δενδροτομοῦντεςS.E.M.5.69, cf. Clem.Al.Strom.2.18.95, Sch.Hes.Op.414a.
2 fig. destrozar, desgarrar
μῶν ὑστριχὶς ... δενδροτόμησε τὸ νῶτον;¿no será que el látigo te ha desgarrado la espalda? Ar.Pax 747.