< δενδρόκλων
δενδροκόλαφος >
δενδροκολάπτης
,
-ου, ὁ
orn.
picatroncos
,
pájaro carpintero
tb. llamado δρυοκολάπτης y δενδροκόλαφος qq.u.
Cyran
.1.4.10, 3.12.2,
δ.·
picus
,
Gloss
.2.150.