< Δενδρόβοσα
δενδροέθειρα >
δενδρογάληνος
,
-ου, ὁ
(
sc
. οἶνος) n. de un
vino
de Bitinia hecho c. la
μερσίτης ἄμπελος
, tb. llamado Τιαρηνός q.u.
Gp
.5.2.10.