δελεαστικός, -ή, -όν


1 seductor φαντασίαι Clem.Al.Strom.2.20.111, θυμίασμα Cyr.H.Catech.12.34.

2 adv. -ῶς seductoramente δ. ἐπιβουλεύουσα Clem.Al.Strom.2.20.120.