< δεκαχοίνικος
δεκάχους >
δεκάχορδος
,
-ον
de diez cuerdas
ψαλτήριον
LXX
Ps
.32.2, 91.4, cf. Origenes M.12.1304C, Eus.M.23.281A, Ath.Al.M.28.1489D.