δεκάτευμα, -ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
diezmo, décima parte
τὰ δῶρα ... εἵσατο τῶν κερδέων δεκατεύματαCall.Epigr.39.6,
ῥιπίδα ... θῆκε ... ἐξ εὐνῆς δ.AP 6.290 (Diosc.).
τὰ δῶρα ... εἵσατο τῶν κερδέων δεκατεύματαCall.Epigr.39.6,
ῥιπίδα ... θῆκε ... ἐξ εὐνῆς δ.AP 6.290 (Diosc.).