< δεκάστιχος
δεκάστρουθος >
δεκάστομος
,
-ον
de diez bocas
φόνος
ref. a la hidra o a Cérbero
Trag.Adesp
.653.25 (pero quizá l. δω]δεκάστομος),
βοή
Eust.615.2.