< δεκάπλασμα
δεκάπλευρος >
δεκάπλεθρος
,
-ον
de diez pletros
de longitud
προτείχισμα
Th.6.102, s. cont.
ICr
.1.5.21 (Arcades II a.C.),
ἐμβαδόν
Simp.
in Cael
.412.8.