δεκάπηχυς, -υ
de diez codos de alto
δεκάπηχυν χάλκεον Δία ἀνέθηκανHdt.9.81,
δένδρονThphr.HP 4.16.2,
κολοσσόςPlb.18.16.2,
λίθοιLXX 3Re.7.47,
πυργίονPTeb.780.11 (II a.C.),
βωμὸς ... ὕψος ... δεκάπηχυI.Ap.1.198,
στοὰ δ. τὸ ὕψοςI.BI 5.167,
ἄνθρωποιPhilostr.Her.8.12
•de largo
ἔγχοςIl.6.319 (var.),
δοκόςIG 11(2).161D.122 (Delos III a.C.),
σανίςIG 11(2).203B.98 (III a.C.)
•de un pez, Archestr.SHell.143.4,
κεραυνόςLuc.Tim.4
•de ancho
τοῖχοιPh.Mech.80.49, cf. 81.9.