< δεκάλογος
δεκαμεδιμναῖος >
δεκάμαζος
,
-ον
• Prosodia:
[-ᾰ-]
de diez pechos
δ. θεά
prob. Ártemis Efesia
ZPE
18.1975.307.14 (Iconion, imper.).