< δεκακισχίλιοι
δεκακορίνθιος >
δεκάκλινος
,
-ον
1
de diez lechos
,
capaz de albergar diez lechos
στέγη
X.
Oec
.8.13,
οἶκος
Poll.1.79, 6.7.
2
que mide diez lechos
de largo
κρήνη ὡς δ.
Arist.
Mir
.834
b
8.