< δεκάδραχμος
δεκαδύο >
δεκάδρομοι
,
-ων, οἱ
cret.
adultos
οἱ δέκα <ἔτη> ἐν τοῖς ἀνδράσι <δρόμου μετ>εσχηκότες
Hsch., cf. ἀπόδρομος.