δεκαταρχία, -ας, ἡ
1 grupo o cuadrilla de diez hombres esp. trabajadores
οἱ ... βασιλικοὶ γεωργοὶ οἱ ... τῆς Ἀπολλωνίου δεκαταρχίαςWilcken Chr.304.8 (III a.C.), cf. PRyl.663.2.10 (III a.C.).
2 decurionato, cargo de decurión (cf. δεκατάρχης 2) PCair.Isidor.63.19 (III d.C.), cf. Gloss.2.510; cf. δεκαδαρχία.