δεκαδάκτυλος, -ον


1 que tiene diez dedos χεῖρες D.C.47.40.3.

2 de diez dedos de grosor hιμάντας ... πλάτος δεκ[αδα]κτύλς IG 13.475.242 (V a.C.), cf. Hp.Morb.3.14 (var.), ξύλα ... πλάτος δεκαδάκτυλα IG 22.1672.148 (Eleusis IV a.C.), διαπήγματα ... καὶ περιπήγματα ... πάχη ἔχοντα δεκαδάκτυλα travesaños y largueros con diez dedos de espesor Ath.Mech.16.6, de longitud λοποὺς ... δεκαδακτύλους τὸ μῆκος Str.15.1.21.