δεκαδικός, -ή, -όν
I
μονάςHerm.in Phdr.137 (cf. δεκάς B I).
2 décuplo, que contiene una decena
δεκαδικοὶ ἀριθμοίGr.Naz.M.36.37B,
ἡ δεκὰς πέρας μὲν ἐστι τῶν μοναδικῶν ἀριθμῶν, ἀρχὴ δὲ τῶν δεκαδικῶνSimp.in Ph.1168.26, cf. Syrian.in Metaph.145.29, Phlp.in de An.76.2.
II adv. -ῶς mediante los números décuplos Syrian.in Metaph.106.15.