< δειπνοσοφιστικός
δειπνοφορία >
δειπνοσύνη
,
-ης, ἡ
cena
,
banquete
paród. por δεῖπνον:
ἀλλοτρίων εὖ εἰδὼς δειπνοσυνάων
Matro
SHell
.534.10.