δειπνητής, -οῦ, ὁ
comensal
(τινες) ἀγνοοῦσι παραπλήσιόν τι πάσχοντες τοῖς λίχνοις τῶν δειπνητῶνPlb.3.57.7 (pero quizá gen. plu. de δειπνητός 2),
δ.·cenator, Gloss.2.267.
(τινες) ἀγνοοῦσι παραπλήσιόν τι πάσχοντες τοῖς λίχνοις τῶν δειπνητῶνPlb.3.57.7 (pero quizá gen. plu. de δειπνητός 2),
δ.·cenator, Gloss.2.267.