δεινότης, -ητος, ἡ


I 1ref. a abstr. carácter terrible, aspecto que impone c. gen. μὴ ὧν πεισόμεθα μόνον δεινότητα κατανοοῦντας considerando no sólo el horror de las cosas que sufriremos Th.3.59, εἰ ... μὴ φόβῳ ... νεῶν δεινότητος κατάπλου ὑποχωροίη Th.4.10, τοῦ εἰργμοῦ τὴν δεινότητα κατιδοῦσα Pl.Phd.82e, νόμων δ. rigor de las leyes Th.3.46
exageración χαρᾶς δ. alegría exagerada Hp.Praec.14.

2 ref. a pers. rectitud, severidad como virtud de los gobernantes σεμνότητα καὶ δεινότητα καὶ εὐεργεσίαν Ph.2.424.

II del carácter extraordinario de una pers.

1 sent. posit. habilidad, destreza ἡ ὡς ἀληθῶς δ. ἀνδρός Pl.Tht.176c, αἱ δ' ἄλλαι δεινότητές τε ... καὶ σοφίαι Pl.Tht.176c, cf. Ep.358c, D.Chr.12.45, δ.· διάθεσις καθ' ἣν ὁ ἔχων στοχαστικός ἐστιν τοῦ ἰδίου τέλους Pl.Def.413a, ἔστιν δή τις δύναμις ἣν καλοῦσι δεινότητα Arist.EN 1144a23, ἐπιδεικνύμενοι λόγων δεινότητα mostrando habilidad literaria I.AI 1.2, cf. BI 1.440, Ap.2.182, Numen.25.28, δεινότητι διανοίας por lo impresionante de su pensamiento D.Chr.18.11
esp. habilidad oratoria, elocuencia Th.3.37, D.18.277, ἐν τοῖς λόγοις Isoc.1.4, δ. τῶν λόγων Alcid.2.29, λόγου Plu.Pomp.77, cf. Luc.Hist.Cons.58, Philostr.VS 486, δ. ῥητορική PMasp.295.3.26 (VI d.C.).

2 sent. peyor. habilidad unida a cierta falsedad astucia esp. habilidad oratoria ὅση δ. ἦν ἐν τῷ Φιλίππῳ D.18.144, ref. a un συκοφάντης D.18.242, op. ἀλήθεια Antipho 5.5, ἀντὶ τῆς Δημοσθένους δεινότητος D.Chr.2.19, ῥητορικὴ τάς τε ἐν ἑκάστοις δεινότητας ἐξετάζουσα Ph.1.158, cf. 2.476, ὁπόσον ἢ δεινότητος ἢ ἀκμῆς ἐπεπόριστο ἐν τοῖς λόγοις Luc.Pisc.25, cf. Alex.4, κακούργως ἑρμενευόντων δεινότητα Iust.Nou.18.11.

3 ret. fuerza oratoria, intensidad τὰ ἀριστεῖα τῆς ἐν λόγοις δεινότητος D.H.Comp.18.15, cf. Th.53.1, ἀπρόσιτος δ. fuerza oratoria inalcanzable Longin.34.4, τὰ σύμβολα ἔχει δεινότητας las expresiones simbólicas tienen fuerza oratoria Demetr.Eloc.243, cf. Philostr.VS 500, 510, 564, Hermog.Id.2.9 (p.368, 369).