δεινοπαθέω
quejarse con vehemencia acompañado de cuasi sinón.
σχετλιάζων καὶ δεινοπαθῶνD.40.53,
οὐκ ἔκλαιε καὶ ἐδεινοπάθειTeles p.58, cf. D.H.4.85, Ps.Callisth.132.8, Procop.Arc.10.6,
παρὼν καὶ δεινοπαθῶνD.S.12.24, cf. I.AI 1.312, Anon.in Rh.247.32,
πρὸς μηδὲν ἀγανακτικῶς διατιθέμενον μηδὲ δεινοπαθοῦνταM.Ant.11.13,
ἐδεινοπάθει καὶ ὠδύρετοD.C.46.53.3
•gener.
τοῦ δὲ νεανίσκου δεινοπαθοῦντοςPlb.12.16.9,
κάρτα δὲ δεινοπαθέωνLuc.Syr.D.24,
μᾶλλον ... ἐδεινοπάθειAch.Tat.6.5.3
•c. ἐπί y dat. quejarse mucho por
ἐπὶ τῷ Κλείτου φόνῳ δεινοπαθοῦντα ... Ἀλέξανδρονa Alejandro que se quejaba mucho por la muerte de Clito Plu.2.781a,
ἐπ' αὐτόνI.AI 1.312,
οἱ δὲ ... πρεσβύτεροι δεινοπαθοῦντες ἐπὶ τῷ τὸν ... ἀδελφὸν ... μετέχειν τῆς ἀρχιερωσύνηςI.AI 11.306,
ὁ δὲ ἐπὶ τούτῳ δεινοπαθήσαςAesop.51.