δεινολογέω
manifestarse vehementemente indignado
δεινολογοῦντος ΚέλσουOrigenes Cels.4.52
•tb. en v. med.
ὁ δὲ ἀρνέεται ... καὶ δεινολογέεταιHdt.4.68, c. indicación del motivo c. ὅτι Hdt.1.44, c. εἰ Plu.Sert.6, c. dat.
μᾶλλόν τι δεινολογεῖται τῷ ἐλεύθερος εἶναιLib.Or.25.1
•c. πρός y ac. de pers. indignarse contra
δεινολογεόμενοι πρὸς ἑωυτοὺς καὶ τοὺς πλησιάζονταςEus.Mynd.59,
ἐδεινολογεῖτο πρὸς αὐτοὺςNumen.26.68.