δειμᾰτόω


1 asustar, atemorizar c. ac. de pers. τοὺς Ἴωνας Hdt.6.3, με Ar.Ra.144, αὐτόν Luc.Philops.32, τοὺς Ῥωμαίους D.C.50.1
abs. Themist.Ep.8, Ph.2.204, Numen.25.44
en v. pas. χαλκηλάτῳ κνώδοντι δειματουμένη asustada por puñal de bronce Lyc.1434, ὑπ' αὐτοῦ δειματούμενος D.C.Epit.8.13.8, ὁ Ὀρέστης ... ὑπὸ τῶν Ἐρινύων Ps.Nonn.Comm.in Or.4.7.

2 en v. med. temer, asustarse, atemorizarse δειματούμενοι λόγοι rumores llenos de temor A.Ch.845, δειματουμένη δ' ἐγώ E.Andr.42, c. ac. int. πάν[τα] δειματούμενοι S.Fr.314.148, c. πρός y ac. τῶν πρὸς ἀνυποστάτους ὑπονοίας δειματουμένων Gr.Nyss.Mort.45.22, c. inf. δειματούμενος στερήσεσθαι τῆς ψυχῆς temiendo ser privado del alma Pl.Ax.370a, cf. Hsch.