δειλόομαι


1 intr. acobardarse, asustarse οὐκ εἰς φυγὴν κλίνοντος, οὐ δειλ[ο]υμένου S.Fr.314.156, τότε δειλωθείς ... παρεχώρησε τοῖς πολεμίοις τῆς τυραννίδος D.S.20.78, ἐκπεσεῖν τῆς προσευχῆς δειλωθέντα A.Paul.2.8.

2 tr. tener miedo de τὸ ὅρμημα αὐτῶν μὴ δειλωθῆτε LXX 1Ma.4.8, c. inf. καὶ εἶδεν τὸν λαὸν δειλούμενον διαπερᾶσαι τὸν χειμάρρουν LXX 1Ma.16.6.