δειλία, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hdt.1.37, 8.26, Hp.Aër.16, 23
1 cobardía, timidez, pusilanimidad unido a otros términos sinón. o que indican tb. una carencia moral
οὔτε τινὰ δειλίην ... οὔτε ἀθυμίηνHdt.l.c.,
κακότης καὶ δ.Th.5.100,
δειλίαν ἢ μωρίανS.OT 536,
δειλίᾳ ... καὶ κακανδρίᾳS.Ai.1014,
δειλίαν ... καὶ κάκηνE.IT 676,
καὶ καθόλου ἀφροσύνης καὶ δειλίας καὶ ἄλλων οὐκ ὀλίγων κακιῶνChrysipp.Stoic.3.21, cf. LXX 2Ma.3.24, 4Ma.6.20, Ph.1.19, 98,
ὑπὸ δειλίας καὶ αἰσχύνηςLuc.Herm.75,
διὰ δειλίαν ἢ δοξοκοπίανM.Ant.11.18, cf. Vett.Val.369.14
•jur., como delito tipificado contra la patria
ἐνορῶ γέροντα δειλίας φευξούμενονveo un viejo que va a ser procesado por cobardía Ar.Ach.1129,
διώξομαί σε δειλίαςte perseguiré (judicialmente) por cobardía Ar.Eq.368,
δειλίην ὦφλε πρὸς βασιλέωςfue culpado de cobardía por el rey Hdt.8.26, cf. E.Heracl.985, And.Myst.74,
ἔνοχός ἐστι ... δειλίαςLys.14.5, cf. 14.7,
αἰτίαν δὲ ἔχων δειλίαςPhilostr.VS 568,
δειλίας φεύγωνdefendiéndose del cargo de cobardía Philostr.VS 626,
ἵνα μ[ὴ] ... δειλίας αἰτία ... ὑπολειφθῇPGiss.40.2.11 (III d.C.),
op. θρασύτηςPl.Ti.87a,
op. ἀνδρείαHp.ll.cc., Pl.Lg.648b, Ph.1.57,
op. μέλλησιςPlu.2.56c, a
τόλμηI.AI 15.142,
δοκοῖμεν ... διὰ δειλίαν ἀνέχεσθαιTh.1.122,
κλαίοντες αὐτῇ δειλίᾳ ψοφή[σ]ετεS.Fr.314.168, cf. 170, Ai.75, El.351, 1027, Ar.Pl.207,
ὥστ' οὐκ ἀνεκτὸν δειλίας θανεῖν σ' ὕποE.HF 289,
πάσχειν μὲν οὐ θέλουσι τὰ δεινὰ διὰ δειλίανD.Chr.11.10,
δειλίαν ὀνειδίζωνD.C.46.15.1,
ἔρως ... δειλίας οὐκ ἀνέχεταιAch.Tat.2.4.5,
οὔτε δ. ποτὲ τοὺς ἄνδρας ... κατέσχενI.BI 3.42, cf. Hierocl.Facet.217
•en sent. crist.
πνεῦμα δειλίαςespíritu de timidez op. πνεῦμα δυνάμεως ‘espíritu de fortaleza’, 2Ep.Ti.1.7.
2 temor, espanto, miedo c. gen. obj.
θανάτουLXX Ps.54.5
•abs.
ἐπάξω δειλίαν εἰς τὴν καρδίανinfundiré espanto en el corazón LXX Le.26.36, cf. Seuerian.Cent.29.5,
ᾤμην νύκτωρ σοι μόνον τὴν δειλίαν ἐνοχλεῖνHld.6.1.3, cf. 6.5.4,
ἀφόρητος ... δ.Cyr.Al.Luc.1.58.6.
3 desgracia, sufrimiento
op. εὐδαιμονίαProcop.Goth.4.32.29.
4 debilidad dicho de la gula, Iul.Or.9.192b.