< †δεδιαλμένον·
δεδίσσομαι >
δεδιότως
adv. sobre part. perf. act. de δείδω
medrosamente
βραδέως μὲν καὶ δ. φθέγγεσθαι
Vett.Val.229.1, cf. D.H.11.47, D.C.42.17.3.