δαίρω
golpear
οὐ γὰρ διὰ τὸ θανατῶσαι αὐτὸν ἔδαιρεν, ἀλλὰ διὰ τὸ σωφρονίσαιAnon.in Rh.77.3, cf. 93.6,
ἀέρα δαίρωνSud.α 554, Eust.663.17,
δ., τὸ τύπτωHdn.Epim.19, 243, cf. Tz.Comm.Ar.Nu.439a, 711a, Anecd.Ludw.109.4, en v. pas.
μέλλων δαίρεσθαι, πεσὼν εἰς τὰ τοῦ δεσπότου γόνατα παρεκάλει μικρὸν ἐπισχεῖνVit.Aesop.G 3 (cód.),
(πρόβατα) λίαν ἐταλαιπώρουν δαιρόμενα ὑπ' αὐτοῦHerm.Sim.6.2.7,
ἐπηκολούθησέ μοι σοφία ἐκ τοῦ δαίρεσθαιAnon.in Rh.65.15.