δαίομαι
• Morfología: [perf. 3a plu. δεδαίαται Od.1.23, part. δεδαισμένος ICr.4.77B.7 (Gortina V a.C.)]
1 dividir, partir
Βοηθοΐδης κρέα δαίετο καὶ νέμε μοίραςOd.15.140, cf. 17.332, Hsch.
•fig. analizar
λίσπη γλῶσσα ... ῥήματα δαιομένηAr.Ra.828.
2 distribuir, repartir
πήματα ... δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοιPi.P.3.81, en v. pas.
(Αἰθίοπες) διχθὰ δεδαίαται(los etíopes) están repartidos en dos pueblos, Od.l.c.
• DMic.: ]o-da-sa-to (?).