δαίνῡμι
• Morfología: [med. pres. opt. 3a sg. δαινῦτο Il.24.665, 3a plu. δαινύατο Od.18.248]


I en v. act.

1 c. ac. int. ofrecer un banquete δαίνυ δαῖτα γέρουσιν Il.9.70.

2 c. ac. de lo que se celebra celebrar con un banquete δαίσειν ... γάμον μετὰ Μυρμιδόνεσσι Il.19.299, τὸν δ' εὗρον δαινύντα γάμον Od.4.3, γάμον δαίσαντα πὰρ Δί Pi.N.1.72, δαίνυ γάμον ἱμερόεντα h.Ven.141, cf. E.IA 123, ὁ τοῖσι τάφον μενοικέα δαίνυ Il.23.29, ὁ τὸν κτείνας δαίνυ τάφον Ἀργείοισι Od.3.309
tb. en v. med. γάμον μὲν οὐκ ἐδαισάμην Archil.122, cf. AP 7.109 (D.L.).

3 c. ac. de pers. agasajar con un banquete a τὸν ... ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε Ἀστυάγης Hdt.1.162, ζῶν με δαίσεις A.Eu.305, ἔδαισε δ' οὖν νιν E.Or.15.

II sólo en v. med.

1 intr. participar en un banquete, banquetear εἴ πέρ τις ἔτι νῦν δαίνυται εὔφρων Il.15.99, δαινῦτό τε λαός y celebró la hueste el banquete (funerario) Il.l.c., μνηστῆρες ἐν ὑμετέροισι δόμοισιν ἠῶθεν δαινύατ' Od.l.c., κλιθέντες ἐδαίνυντο Hdt.1.211, cf. Pi.I.6.36, Nicaenet.6.2, μόνον γὰρ οὐκ ἔξεστιν δαίνυσθαι I.BI 6.423, cf. Orph.L.732, δαίνυντ' ἐν θαλίῃσιν Q.S.1.90, cf. Hsch.s.u. δαίνυντο
c. ac. int. δαίνυντ' ἐρικυδέα δαῖτα Od.3.66.

2 tr. comer, devorar ἑκατόμβας Il.9.535, κρέα Od.12.30, cf. Hdt.3.18, I.AI 6.121, τὸν Ἀστάκειον παῖδα S.Fr.799.5, cf. El.543, Eub.6.7, τοῦδε σάρκας E.Tr.775, ἀμβροσίη ... οἵην δαίνυνται ... θεοί Matro SHell.534.72, βαρὺ δεῖπνον AP 9.310 (Antiphil.), (Καλλαῖσχρος) τὸν ... δαίσαντο ... θῆρες AP 7.395 (Marc.Arg.), ὕστατα δόρπα Q.S.12.550, μίαν ... δαίνυντο τράπεζαν compartían la misma mesa Theoc.13.38
fig. del fuego consumir δαίσαντο πυραὶ νεογυίους φῶτας Pi.N.9.24
de la enfermedad δαίνυται γὰρ αὖ πάλιν S.Tr.1088
c. gen. partit. κρεῶ[ν] ἐδαίνυντο Herod.8.70.
• Etimología: De *dai- < *d°H2°- ‘partir’, cf. δαίομαι, ai. dáyate ‘participar’ y, c. dif. alarg., δατέομαι < *d°H2t-, δάπτω < *d°H2p- así como, en grado pleno, δᾶμος < *deH2m- (como ai. dāti ‘partir’, ‘separar’).