δαήμων, -ον
buen conocedor, experto, entendido en c. ἐν y dat.
ἐν παλάμῃσιIl.15.411,
ἐν πάντεσσ' ἔργοισιIl.23.671, o gen.
ἄθλωνOd.8.159,
δαιτροσυνάωνOd.16.253,
πολέμοιοHes.Fr.141.24,
μάχηςArchil.9.4,
τῶν τοιῶνδεDemocr.B 197,
ἐργοπόνοιο δαήμονας ἈτρυτώνηςColluth.194, cf. Nonn.Par.Eu.Io.13.13, Q.S.4.303,
τῶν τε τοῦ σώματος μορίων ... δαημονέστεροςEun.VS 499,
ἄμφω ἰατρικῆς δαημονεστάτωAgath.5.6.5, cf. 3.25.6
•tard. c. ac. de rel.
πάντα δαήμονες ἀνέρες εἰμένMan.1.14, y gen.
τέχνης οἳ τὰ ἕκαστα δαήμονε[ςIGLS 1999.9 (Siria VI d.C.)
•c. inf.
κοσμῆσαιArr.An.7.28.2,
χρήματα φυλάττεινThem.Or.2.25c
•abs. de luchadores
δαημονέστατοιlos mejor entrenados X.Cyr.1.2.12,
ἡνίοχοςNonn.D.37.184
•epít. de Hefesto, Q.S.14.50
•como explicación del origen de
δαίμωνPl.Cra.398b, Plot.6.7.6
•como explicación de lat. daemoniarches Lact.Inst.2.14.6.