δαψίλεια, -ας, ἡ


1 en sent. posit. abundancia, plenitud, profusión τροφῆς Arist.HA 572a3, cf. Plb.2.15.4, τοῦ ὑγροῦ Arist.GA 782b18, ὕδατος POxy.2341.6 (III d.C.), ἐλύμου ... καὶ κέγχρου Plb.2.15.2, σίτου IEryth.28.24 (III a.C.), IIasos 244.5 (II a.C.), καρπῶν Vett.Val.378.10, δ. τῆς ἄγρας (ἐγχελέων) ... πάρεστι es abundante la pesca de anguilas Plu.Tim.20, δ. βίου abundancia de bienes Artem.1.76, συνεχεῖ δαψιλείᾳ πάντα κέκτηται Epicur.Sent.Vat.[6] 67, μετάλλου D.S.5.13, cf. Agatharch.95, χρημάτων Onas.35.3, I.BI 3.465, cf. AI 8.180, πλούτου Vett.Val.340.25.

2 en sent. neg. exceso, sobreabundancia τύφου Metrod.31, δαψιλείας χρῄζει ἡ τρυφή Clem.Al.Paed.1.12.99.

3 liberalidad, generosidad Plu.Cim.3, τὴν δι' ὅλης τῆς Ἰωνίας ... δαψίλειαν I.BI 1.425, περὶ τοὺς πένητας Chrys.M.53.38, cf. 53.49, Men.Prot.20.1.22.