< δαφνοειδής
δαφνόκοκκον >
δαφνοινής
,
-ές
subst. τὸ δαφνοινές bot. n. egipcio del λεοντοπόδιον o ζῳόνυχον q.u., prob.
Leontice leontopetalum
L.
, Ps.Dsc.4.133 (quizás error por δαφοινήεις).