< δασύτης
δᾰσύτρωγλος >
δασυτριχής
,
-ές
peludo
,
velludo
,
cubierto de pelo
πᾶν σῶμα δ. τριχὶ στερεᾷ καὶ καταπύκνῳ
Polem.Phgn.8 (p.395), cf.
Cat.Cod.Astr
.12.184.