< δασυντέον
δασυντικός >
δασυντής
,
-οῦ
gram.
que pronuncia con aspiración
οἱ Ἀττικοί, τοὺς λίσπους λίσφους λέγοντες
Tz.
ad Hes.Op
.156, cf. 450,
Tz.Comm
.Ar.2.376.9.