δασμολογέω
1 c. ac. de pers. o de lugares someter a tributo, recaudar tributo de
τοὺς νησιώταςIsoc.4.132,
τοὺς ἐκ[εῖθενHyp.Eux.36,
τοὺς βαρβάρουςPlu.Sert.25,
τήν τε ἄνω καὶ κάτω χώρανI.Ap.1.77,
τὴν χώραν τὴν ὑμετέρανD.Chr.43.6,
τοὺς ἈρμενίουςD.C.49.39.5, cf. Hsch.
•en v. pas. estar sometido a tributo, tributar Isoc.4.123, Plu.2.832a
•fig.
τοὺς ὑποχειρίουςGr.Nyss.Ep.18.8,
τὴν κτίσινNil.M.79.993A, en v. pas., Cyr.Al.M.68.344D
•peyor. oprimir con impuestos
τῶν τε πολιτῶν τοὺς βελτίστους καὶ πλουσιωτάτους καὶ φρονιμωτάτους λυμανοῦνται καὶ δασμολογήσουσινIsoc.Ep.7.4.
2 c. ac. de cosa recaudar como tributo
τὰ τῶν οἰκείωνD.C.50.20.4
•fig.
τὸ ἀργύριον ὃ παρὰ τῶν ἄλλων ἐραστῶν ἐδασμολόγησενD.59.31
•en v. pas., de pers.
ἑπτὰ παρθένοι καὶ ἶσοι νέοι ἀκμαῖοι ἐξ Ἀθηνῶν ἐδασμολογοῦντοZen.4.6
•abs. recaudar dinero
δασμολογεῖν τε ὑμῖν ἐπὶ τῷ θεῷ ... ἐπετρέψαμενos permitimos recaudar dinero para el dios I.BI 6.335,
δασμολογοῦσι γὰρ ἐπιφοιτῶντεςLuc.Fug.14.
3
δασμολογεῖ· ἐπιμερίζειHsch.