< δαπανητέον
δαπανητικός >
δαπανητής
,
-οῦ, ὁ
el que costea
o
sufraga un gasto
δ. γυμνασιαρχίας
PMich
.658.7 (II d.C., cf.
BL
8.217), cf.
EM
40.45G.,
Gloss
.3.334.